- κατατρύζω
- κατατρύζω (Α)φλυαρώ εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τρύζω «μουρμουρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατρύζοντες — κατατρύζω chatter against pres part act masc nom/voc pl κατατρύζω chatter against pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατετρύχθαι — κατατρύζω chatter against perf inf mp (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρύσαιο — κατατρύ̱σαιο , κατατρύω aor opt mid 2nd sg κατατρύζω chatter against aor opt mid 2nd sg κατατρύζω chatter against aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)